μπαγκανότα

μπαγκανότα
η
1) банкнота; 2) бумажная лира (турецкая или египетская)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "μπαγκανότα" в других словарях:

  • μπαγκανότα — και μπανκανότα και μπαγκονότα και παγκανότα και πανκανότα, η 1. τραπεζογραμμάτιο 2. (ειδικά) χάρτινη τουρκική ή αιγυπτιακή λίρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. bangue note «τραπεζογραμμάτιο»] …   Dictionary of Greek

  • μπανκανότα — η βλ. μπαγκανότα …   Dictionary of Greek

  • παγκανότα — και πανκανότα, η βλ. μπαγκανότα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»